- κλιβανίτης
- κλιβανίτης και κριβανίτης, ὁ (Α)1. (για άρτο) ο ψημένος σε φούρνο, κλιβανωτός*2. (κωμ. φρ.) «βοῦς κριβανίτας» — βόδια φουρνιστά, ψημένα στον φούρνο, Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίβανος ή κρίβανος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. ερημ-ίτης, στεφαν-ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.